χαλκιοφύλαξ

χαλκιοφύλαξ
χαλκιοφύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ,
A boiler-keeper in a bathing-establishment, Stoic.1.10, PCair.Zen.799.8 (iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλκιοφύλαξ — ακος, ὁ, Α ο φύλακας τού λέβητα σε βαλανεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκίον «χάλκινο σκεύος» + φύλαξ (πρβλ. νυκτο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκιοφύλακα — χαλκιοφύλαξ boiler keeper masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”